-
1 διαγωγη
ἥ1) провозτέν διαγωγέν ποιεῖσθαι ἐν ὕδατι Arst. — проводить жизнь в воде;
διαγωγαὴ τοῦ συζῆν Arst. — формы общественной жизни;διαγωγέν ποιεῖσθαι ἀπό τινος Polyb. — извлекать из чего-л. средства к жизни3) времяпрепровождение, развлечение, увеселениеπρὸς διαγωγήν Anth. и διαγωγῆς χάριν или ἕνεκα Plut. — для забавы;
διαγωγέν ποιεῖσθαί τινα Plut. — использовать кого-л. для своего развлечения -
2 διαγωγή
διᾰγωγ-ή, ἡ,2 lit. carrying through: hence metaph., ἡ διὰ πάντων αὐτῶν δ. taking a person through a subject by instruction, Pl.Ep. 343e; so, course of instruction, lectures, ἐν τῇ ἐνεστώσῃ δ. prob. in Phld.Piet.25.2 way of passing time, amusement,δ. μετὰ παιδιᾶς Arist.EN 1127b34
, cf. 1177a27;δ. ἐλευθέριος Id.Pol. 1339b5
; διαγωγαὶ τοῦ συζῆν public pastimes, ib. 1280b37, cf. Plu.126b (pl.).3 delay, D.C. 57.3.V διαγωγάν· διαίρεσιν, διανομήν, διέλευσιν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγωγή
-
3 διαγωγή
-
4 περιστατικός
A of or in critical circumstances, τὰ π. πράγματα, = περιστάσεις, critical circumstances, Plu.2.169c, cf. Heliod. in EN103.17 ;π. ἐνοχλήσεις Alex.Aphr. in Top.255.26
.2 dependent on circumstances,καθήκοντα Stoic.3.135
;ἐνέργειαι Plot.1.4.13
; precarious,διαγωγὴ τοῦ βίου Max.Tyr.36.4
. Adv. - κῶς according to circumstances,ἐνεργεῖν Plot.1.2.7
.4 Rhet., concerned with the circumstances of a case,προοίμια Corn.Rh.p.354
H.; μόρια Men.Rh.p.366 S.; τὰ ὑποκείμενα τῷ διαλόγῳ π. Procl.in Prm.p.482 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστατικός
См. также в других словарях:
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… … Dictionary of Greek
τροφή — η, ΝΜΑ 1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό 2. φρ. «πνευματική τροφή» ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματος νεοελλ. βιολ. ουσία,… … Dictionary of Greek